πεντάλεπτο
[penˈdalepto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fünf Minutenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplπεντάλεπτοπεντάλεπτο
- Fünfleptastückουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεντάλεπτο ιστορία | Geschichteιστπεντάλεπτο ιστορία | Geschichteιστ