πενικιλίνη
[penikjiˈlini]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Penicillinουδέτερο | Neutrum, sächlich nπενικιλίνηPenizillinουδέτερο | Neutrum, sächlich nπενικιλίνηπενικιλίνη