„πεμπτουσία“: ουδέτερο πεμπτουσία [pemptuˈsia]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Quintessenz Quintessenzθηλυκό | Femininum, weiblich f πεμπτουσία πεμπτουσία