„πειστικότητα“: θηλυκό πειστικότητα [pistiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überzeugungskraft Überzeugungskraftθηλυκό | Femininum, weiblich f πειστικότητα πειστικότητα