πειρατής
[piraˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Piratαρσενικό | Maskulinum, männlich m.πειρατήςπειρατής
examples
- πειρατής λογισμικούRaubkopiererαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f