πειρασμός
[pirazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Versuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fπειρασμόςVerlockungθηλυκό | Femininum, weiblich fπειρασμόςπειρασμός