„πεινώ“: αμετάβατο ρήμα πεινώ [piˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hunger haben, hungern Hunger haben πεινώ πεινώ hungern πεινώ δεν έχω να φάω πεινώ δεν έχω να φάω examples πείνασα ich habe Hunger πείνασα πείνασα ich bekam Hunger πείνασα