„πειθαρχημένος“ πειθαρχημένος [piθarçiˈmenos], πειθαρχημένη, πειθαρχημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) diszipliniert diszipliniert πειθαρχημένος πειθαρχημένος