„πειθήνιος“ πειθήνιος [piˈθinios], πειθήνια, πειθήνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gefügig, folgsam gefügig, folgsam πειθήνιος πειθήνιος