„πεθερικά“: πληθυντικός ουδετέρου πεθερικά [peθeriˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwiegereltern Schwiegerelternπληθυντικός | Plural pl πεθερικά πεθερικά