„πεθαμένος“ πεθαμένος [peθaˈmenos], πεθαμένη, πεθαμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tot, verstorben tot, verstorben πεθαμένος πεθαμένος