„πεζοπόρος“: αρσενικό και θηλυκό πεζοπόρος [pezoˈporos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wanderer, Wanderin Wandererαρσενικό | Maskulinum, männlich m πεζοπόρος Wanderinθηλυκό | Femininum, weiblich f πεζοπόρος πεζοπόρος