πεζοδρόμιο
[pezoˈðromio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gehsteigαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεζοδρόμιοBürgersteigαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεζοδρόμιοπεζοδρόμιο