παχύσαρκος
[paˈçisarkos], παχύσαρκη, παχύσαρκοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- übergewichtigπαχύσαρκος άνθρωποςπαχύσαρκος άνθρωπος
Thank you for your feedback!