„πατριωτισμός“: αρσενικό πατριωτισμός [patriotizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Patriotismus Patriotismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m πατριωτισμός πατριωτισμός