„πατριαρχικός“ πατριαρχικός [patriarçiˈkos], πατριαρχική, πατριαρχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) patriarchalisch patriarchalisch πατριαρχικός πατριαρχικός