πατενταρισμένος
[patendarizˈmenos], πατενταρισμένη, πατενταρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- patentgeschützt, patentiertπατενταρισμένοςπατενταρισμένος
Thank you for your feedback!