„πατατάλευρο“: ουδέτερο πατατάλευρο [pataˈtalevro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kartoffelmehl Kartoffelmehlουδέτερο | Neutrum, sächlich n πατατάλευρο πατατάλευρο