παταγώδης
[pataˈɣodis], παταγώδης, παταγώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vollkommenπαταγώδηςπαταγώδης
examples
- παταγώδης αποτυχίαθηλυκό | Femininum, weiblich fvollkommene Katastropheθηλυκό | Femininum, weiblich f