πασχαλιάτικος
[pasxaˈʎatikos], πασχαλιάτικη, πασχαλιάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πασχαλινός [pasxaliˈnos], πασχαλινή, πασχαλινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)