πασπαρτού
[pasparˈtu]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Passepartoutουδέτερο | Neutrum, sächlich n / ελβετική παραλλαγή | schweizerische Varianteschweizαρσενικό | Maskulinum, männlich mπασπαρτούπασπαρτού