„πασαλείμματα“: πληθυντικός ουδετέρου πασαλείμματα [pasaˈlimata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geschmier Geschmier(e)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n πασαλείμματα πασαλείμματα