παρουσιαστικό
[parusiastiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Äußere(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαρουσιαστικό εξωτερική εμφάνισηäußere Erscheinungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρουσιαστικό εξωτερική εμφάνισηπαρουσιαστικό εξωτερική εμφάνιση