„παροδικότητα“: θηλυκό παροδικότητα [paroðiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vergänglichkeit Vergänglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f παροδικότητα παροδικότητα