„παρηγοριέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα παρηγοριέμαι [pariɣoˈrjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trost finden, sich trösten Trost finden, sich trösten παρηγοριέμαι παρηγοριέμαι