„παρευρίσκομαι“: αποθετικό ρήμα παρευρίσκομαι [pareˈvriskome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beiwohnen, anwesend sein, dabei sein beiwohnen, anwesend sein, dabei sein παρευρίσκομαι παρευρίσκομαι