παρεξηγήσιμος
[pareksiˈjisimos], παρεξηγήσιμη, παρεξηγήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- missverständlichπαρεξηγήσιμοςπαρεξηγήσιμος
Thank you for your feedback!