παρεμπόδιση
[paremˈboðisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Behindernουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαρεμπόδισηBehinderungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρεμπόδισηπαρεμπόδιση