„παρεμποδίζω“: μεταβατικό ρήμα παρεμποδίζω [paremboˈðizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) behindern behindern παρεμποδίζω παρεμποδίζω