παρελθόν
[parelˈθon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-όντος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vergangenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρελθόν γραμματική | Grammatikγραμμπαρελθόν γραμματική | Grammatikγραμμ
examples
- στο παρελθόνin der Vergangenheit.
- παρελθοντικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mVergangenheitsformθηλυκό | Femininum, weiblich f