„παραφυλάω“: μεταβατικό ρήμα παραφυλάω [parafiˈlao]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auflauern auflauern (κάποιον jemandem) παραφυλάω παραφυλάω „παραφυλάω“: αμετάβατο ρήμα παραφυλάω [parafiˈlao]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lauern lauern (κάποιον auf jemanden) παραφυλάω παραφυλάω