„παραφροσύνη“: θηλυκό παραφροσύνη [parafroˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wahnsinn, Irrsinn Wahnsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m παραφροσύνη Irrsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m παραφροσύνη παραφροσύνη