„παρατηρητήριο“: ουδέτερο παρατηρητήριο [paratiriˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aussichtsplattform Aussichtsplattformθηλυκό | Femininum, weiblich f παρατηρητήριο παρατηρητήριο