„παρατείνω“: μεταβατικό ρήμα παρατείνω [paraˈtino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verlängern, hinausziehen verlängern, hinausziehen παρατείνω χρονικά παρατείνω χρονικά