„παρασκεύασμα“: ουδέτερο παρασκεύασμα [paraˈskjevazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Präparat Präparatουδέτερο | Neutrum, sächlich n παρασκεύασμα παρασκεύασμα