„παρανοϊκός“ παρανοϊκός [paranoiˈkos], παρανοϊκή, παρανοϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) paranoid paranoid παρανοϊκός παρανοϊκός