„παραμυθένιος“ παραμυθένιος [paramiˈθeɲos], παραμυθένια, παραμυθένιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) märchenhaft märchenhaft παραμυθένιος παραμυθένιος