„παραμορφώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα παραμορφώνομαι [paramorˈfonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verformen sich verformen παραμορφώνομαι παραμορφώνομαι