„παραμιλητό“: ουδέτερο παραμιλητό [paramiliˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Delirium Deliriumουδέτερο | Neutrum, sächlich n παραμιλητό παραμιλητό