„παραμελώ“: μεταβατικό ρήμα παραμελώ [parameˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vernachlässigen vernachlässigen παραμελώ παραμελώ examples παραμελώ τον εαυτό μου sich gehen lassen παραμελώ τον εαυτό μου