παραλαμβάνω
[paralamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- empfangen, entgegennehmenπαραλαμβάνω εμπόρευμα, επιστολήπαραλαμβάνω εμπόρευμα, επιστολή
- abholenπαραλαμβάνω άτομοπαραλαμβάνω άτομο