„παραλίγο“: επίρρημα παραλίγο [paraˈliɣo]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beinah beinah(e) παραλίγο παραλίγο examples παραλίγο να το ξεχάσω ich hätte es beinahe vergessen παραλίγο να το ξεχάσω