παρακώλυση
[paraˈkolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- παρακώλυση της κυκλοφορίας νομικός όρος | RechtswesenνομVerkehrsbehinderungθηλυκό | Femininum, weiblich f