παρακολουθώ
[parakoluˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verfolgenπαρακολουθώ δραπέτη, τις πρόσφατες εξελίξειςπαρακολουθώ δραπέτη, τις πρόσφατες εξελίξεις
- folgen (κάποιον jemandem)παρακολουθώ ακούω με προσοχήπαρακολουθώ ακούω με προσοχή
- beobachten, zuschauenπαρακολουθώ κοιτάζω με προσοχήπαρακολουθώ κοιτάζω με προσοχή
- überwachenπαρακολουθώ ελέγχωπαρακολουθώ ελέγχω
- besuchen.παρακολουθώ μαθήματα γλώσσαςπαρακολουθώ μαθήματα γλώσσας
examples
- παρακολουθώ κ-ν/κ-ι με το βλέμμαj-m/etw nachblicken