„παρακέντηση“: θηλυκό παρακέντηση [paraˈkjendisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Punktion Punktionθηλυκό | Femininum, weiblich f παρακέντηση ιατρική | Medizinιατρ παρακέντηση ιατρική | Medizinιατρ