„παρακάνω“: μεταβατικό ρήμα παρακάνω [paraˈkano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) übertreiben... examples το παρακάνω übertreiben, es zu weit treiben το παρακάνω