„παραδοτέος“ παραδοτέος [paraðoˈteos], παραδοτέα, παραδοτέοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgeliefert ausgeliefert παραδοτέος παραδοτέος