„παραδέρνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα παραδέρνομαι [paraˈðernome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich herumwälzen sich herumwälzen παραδέρνομαι παραδέρνομαι