„παραδάκι“: πληθυντικός ουδετέρου παραδάκι [paraˈðakji]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Moneten Monetenπληθυντικός | Plural pl παραδάκι παραδάκι