„παραγκωνισμός“: αρσενικό παραγκωνισμός [paraŋgonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verdrängung Verdrängungθηλυκό | Femininum, weiblich f παραγκωνισμός παραγκωνισμός